Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Κλασσικά Εικονογραφημένα · Νο. 1011 · Ο Μέγας Αλέξανδρος








Κλασσικά Εικονογραφημένα · Νο. 1011 · Ο Μέγας Αλέξανδρος

 

 




Life 27:11:1944 Δίστομο








Το αφιέρωμα του περιοδικού Life με ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 1944 στη σφαγή του Διστόμου. 

 

10 Ιουνίου 1994 - Η Σφαγή στο Δίστομο από τις Γερμανικές ορδές

Για τη σφαγή του Διστόμου γράφτηκαν αρκετά βιβλία και θα γραφτούν ακόμα πολλά. Η προσέγγισή μας θα ήταν ελλειπής αν στηριζόταν αποκλειστικά σε κάποιο ή σε κάποια από αυτά. Προτιμήσαμε την αφηγηματική, παραστατική και συνάμα βασισμένη στα κεντρικά γεγονότα,  προσέγγιση του παρακάτω υλικού που είναι αποσπάσματα από το κείμενο που συνέγραψε ο Διστομίτης Στάθης Σταθάς, με την ευκαιρία κυκλοφορίας τριπτύχου για τα πενηντάχρονα της σφαγής του Διστόμου, το 1994.

"...Στις 10 Ιουνίου 1944 ο τόπος μας γνώρισε μία από τις αγριότερες σφαγές που έγιναν ποτέ στον κοσμο. Διακόσιοι δεκαοκτώ συμπολίτες μας θανατώθηκαν απο τους Ναζί του Χίτλερ χωρίς να μάθουν ποτέ το γιατί.
 Ανάμεσα σ'αυτούς ανήμποροι γέροι, έγκυες γυναίκες, αβάπτιστα μωρά πρόσφεραν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας, την ειρήνη, τον πολιτισμό. "



ΙΣΤΟΡΙΚΟ - Σάββατο 10 Ιουνίου 1944.

Τα νέα από το μέτωπο ήταν καλά.
Ξημέρωνε μια ακόμα μέρα εργασίας και ελπίδας. Η μέρα της λευτεριάς και της ειρήνης κοντοζύγωνε. Τέσσερις μέρες πρίν, στις 6 Ιουνίου, οι σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Νορμανδία. Οι Γερμανοί κατακτητές βλέπονιας να φτάνει το τέλος της αυτοκρατορίας τους καταλαμβάνονται από αμόκ καταστροφής. Βγάζουν διαταγές γενοκτονίας.

"Ένας Γερμανός σκοτωμένος - πενήντα Ελληνες, δέκα Γερμανοί - ένα χωριό"

Ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους ώστε να πάψουν να ενισχύουν τις οργανωμένες ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή.Έτσι στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εκείνο το φοβερό πρωϊνό μια φάλαγγα επτά αυτοκινήτων με γερμανούς στρατιώτες (*2ος λόχος του 2ου τάγματος του 7ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας των Ες - Ες με έδρα την Λιβαδειά), ξεκίνησε από τη Λιβαδειά με κατεύθυνση προς το Δίστομο. Από αυτά τα δύο πρώτα που προπορεύονταν αρκετά, ήταν Ελληνικά επιταγμένα, γεμάτα με Γερμανούς στρατιώτες ντυμένους μαυραγορίτες. Αυτοί θα πρωτοκτυπούσαν τους αντάρτες που ανύποπτοι θα πλησίαζαν τα αυτοκίνητα και θα ενισχύονταν από τη δύναμη που θα ακολουθούσε.

Από τον Καρακόλιθο και μετά σκορπούν το θάνατο. Σκοτώνουν πέντε και συλλαμβάνουν σαν ομήρους δώδεκα αγρότες ενώ θέριζαν.

Στη διασταύρωση Διστόμου - Αράχωβας συναντιούνται με άλλα 60 αυτοκίνητα γεμάτα Γερμανους στρατιώτες που έρχονταν από την Άμφισσα με κατεύθυνση προς το Δίστομο.
Μπαίνουν στο Δίστομο. Οι κάτοικοι είναι ανυποψίαστοι. Βλέποντας όμως τους ομήρους ανησυχούν. Η φάλαγγα ήταν πρωτόφαντα μεγάλη. O επικεφαλής καλεί τον Πρόεδρο και τον παπά τον χωριού από τους οποίους ζητά πληροφορίες για τις κινήσεις των ανταρτών στην περιοχή. Μη μπορώντας να μάθουν, αφού τοποθέτησαν στα υψώματα γύρω απο το χωριό φυλάκια για τον έλεγχο και εκφοβισμό, επιδίδονται σε λεηλασίες.


Το μεσημέρι τα δύο επιταγμένα Ελληνικά αυτοκίνητα με τους μεταμφιεσμένους Γερμανούς
στρατιώτες κατευθύνθηκαν προς τον 'Οσιο Λουκά. Λίγο πριν απο το χωριό Στείρι δέχθηκαν επίθεση από τμήμα ανταρτών του ΕΛΑΣ (11ος λόχος του 3ου τάγματος, του 34ου συντάγματος), που είχε στήσει ενέδρα. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε δύο ώρες περίπου. Το αντάρτικο τμήμα υποχώρησε μπροστά στον όγκο των Γερμανικών δυνάμεων που μόλις άκουσε πυροβολισμούς έφτασε στο Δίστομο. Οι απώλειες όμως των Γερμανών ήταν μεγάλες. Απο τα δύο πρώτα αυτοκίνητα σώθηκαν ένας στρατιώτης και ένας οδηγός. Σκοτώθηκαν 40 Γερμανοί. στρατιώτες περίπου. Ο επικεφαλής αξιωματικός Τεο *, τραυματίζεται βαριά και λίγο αργότερα στο Δίστομο ξεψυχά.
'Υστερα απο τη συμπλοκή η Γερμανική φάλαγγα επέστρεψε στο Δίστομο. Αμέσως εκτελεί τους 12 ομήρους μπροστά στο Δημoτικό Σχολείο.(φωτο δεξιά) 

 
Κι εδώ αρχίζει η τραγωδία του Διστόμου. Οι κάτοικοι, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν νωρίτερα από το Διάσκελο, τη μόνη αφύλακτη διάβαση, κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους.Τους έρημους δρόμους του χωριου διατρέχουν εξαγριωμένοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη. Μπαίνουν στα σπίτια, σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν και βιάζουν. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, γέροι, γριές ακόμα και βρέφη λίγων ημερών πέρασαν από τον ίδιο τρομακτικό Γολγοθά. Απαίσιοι ακούγονται οι θρήνοι και οι οιμωγές αυτών που ξεψυχουν. Νέοι Ηρώδεις οι εκπολιτιστές του Χίτλερ μακελεύουν τα παιδάκια του Διστόμου.

Ο Σπαραγμός της μάνας και συζύγου 
Τραγικά απομεινάρια στους δρόμους










Ανάπαυση των δολοφόνων μετά το μακελειό




Τα παιδιά της, κρυμμένα στο βαρέλι, ανακαλύπτονται και γαζώνονται. Η μάνα, τρελλή από τον πόνο, περνά ώρες θρηνώντας απάνω στο τρύπιο από τις σφαίρες βαρέλι. 
Στο Δίστομο έγιναν αυτά. Θα γίνονταν κι άλλα. Μα ήρθε η νύχτα και οι δολοφόνοι φοβήθηκαν και έφυγαν. Τώρα στο χωριό απλώνεται η γαλήνη του Νεκροταφείου για πολλή ώρα.Μα σιγά - σιγά ξύπνησε το Δίστομο. Και τότε ακούστηκαν οι θρήνοι των παιδιών που έρημα κλαίγαν τους γονείς τους και οι γόοι των γερόντων. Ακούγονταν ακόμη και κάποια παράξενα γέλια και τραγούδια αυτών που παρεφρόνησαν, μπροστά στη φρίκη που έζησαν.
Μέσα στη νύχτα μικρά παιδιά πήραν τους σκοτεινούς δρόμους προσπαθώντας να φτάσουν στα κοντινά χωριά. 'Ενα καραβάνι παιδιών που γύρευε ένα ανθρώπινο χέρι για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μουτράκια τους και να δώσει απάντηση στο ερωτηματικό: Γιατί τους σκότωσαν;"
Από το βιβλίο του Γιάννη Μπασδέκη "ΔΙΣΤΟΜΟ" μεταφέρουμε εν συντομία τις κάτωθι πληροφορίες. 

"Οι βιαιότητες συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες με ιδιαίτερη αγριότητα όπου οι Χιτλερικοί πλιατσικολόγησαν ότι είχε απομείνει όρθιο. Στις 26 Ιουνίου επανέρχονται με αποκορύφωμα τον ομαδικό βιασμό μιάς 50χρονης τυφλής και πνευματικά ανάπηρης γυναίκας αφού την χτυπούν στο πρόσωπο με τον υποκόπανο σπάζοντάς της τα δόντια και αναίσθητη όπως είναι, ξεσπούν επάνω της, το βρώμικο σαρκικό πάθος τους". 

Ο Στάθης Σταθάς συνεχίζει.
"Η σφαγή του Διστόμου ήταν ένα έγκλημα απά αυτά που ανεβάζουν τα θύματα στην τιμητική θέση των μαρτύρων και τους θύτες στην αιώνια καταφρονία.

"Αποτελεί κατάπτυστο γεγονός για τον πολιτισμό εκείνων που φιλοδόξησαν να κυβερνήσουν τον κόσμο και που κατέδειξε ότι ο μέχρι σήμερα πολιτισμός καμμιά εν γένει επίδραση δεν είχε στις εγκληματικές ψυχές τους" (Νυρεμβέργη).

Μετά τον πόλεμο και την ήττα των Γερμανών ο Διοικητής των Γερμανικών δυνάμεων που διέπραξαν το πανανθρώπινο έγκλημα του ΔιστόμουΧάνς Ζάμπελ * συνελήφθη στο Παρίσι και εκδόθηκε από τις Γαλλικές αρχές στην Ελλάδα, ενώ όμως ήταν προφυλακισμένος και επρόκειτο να προσαχθεί σε δίκη ζητήθηκε απο την Κυβέρνηση της τοτε Δ. Γερμανίας και εστάλη σ' αυτή, όπου σύμφωνα με πληροφορίες παραμένει σήμερα ελεύθερος." ΔΙΣΤΟΜΟ 1994 
Η φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου,
όταν δημοσιεύτηκε στο αμερικάνικο περιοδικό LIFE, αρ. τ. 10 στις 27-11-1944

 











*Η διερεύνηση και ο εμπλουτισμός των γεγονότων και των στοιχείων της σφαγής είναι υπόθεση της παγκόσμιας κοινότητας και του κάθε ελεύθερα σκεπτόμενου πολίτη. Ήδη διάφοροι ερευνητές και ιδιαίτερα Γερμανοί, όπως ο ιστορικός Ντίτερ Μπέγκεμαν, Dieter Begemann, κυκλοφορούν νέα στοιχεία για την σφαγή του Διστόμου. 
Σύμφωνα με αυτά, η μονάδα που ανέλαβε την απάνθρωπη αυτή επιχείρηση ήταν η 4η Μεραρχία Τεθωρακισμένων(PANZER) Γρεναδιέρων της Αστυνομίας των S.S. O Tεό που αναφέρεται ως αξιωματικός, πιθανότατα ήταν ο διερμηνέας τους και διερευνάται και η Ελληνική καταγωγή του. 
Στο βιβλίο που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, αναφέρεται ότι ο άνθρωπος που έδωσε τη διαταγή για την εκτέλεση των συμπατριωτών μας, ήταν ο εικονιζόμενος Φριτς Λάουτενμπαχ που τον παρουσιάζουμε σε παγκόσμια αποκλειστικότητα, καθώς η είδηση αυτή ήρθε πρόσφατα στην κατοχή μας. 
Αναμένουμε επιβεβαιώσεις και σχόλια.

Επιβεβαίωση από αρθρογράφο Δέσποινα Κωνσταντινάκου του ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ της  29/1/2003 
Παράλληλα παραπέμπουμε σε βιβλία που εκδόθηκαν με βάση τα γεγονότα του Διστόμου.
  1. Η σφαγή του Διστόμου - Τάκης Λάππας - Έκδοση Δήμου Διστόμου 1944
  2. Η σφαγή του Διστόμου - Γεώργιος Δ. Νικολάου Έκδοση ΑΜΦΙΣΣΑ 1978
     

  3. Δίστομο - Γιάννης Μπασδέκης - Έκδοση Αρχέτυπο 1994
     

  4. Αναμνήσεις & Μαρτυρίες πενηντάχρονες ή άχρονες - Καίτη Μανωλοπούλου - έκδοση Δήμου Διστόμου - 1994
     

  5. Να ζεστάνουμε τις πέτρες στις πλαγιές του Διστόμου - Καίτη Μανωλοπούλου - Εκδόσεις Βεργίνα -Χορηγία Δήμου Διστόμου - 2004 (Λαογραφικό - Ειδικό κεφάλαιο Μαρτυριών Σφαγής )
Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού "ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ" τεύχος 21-22, Ιούνιος 1995 - Άσπρα Σπίτια

Πηγές: http://www.distomo.gr

Ο Μέγας Αλέξανδρος και η αδελφή του η Γοργόνα


Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν, όταν ο βασιλιάς Aλέξανδρος, εκυρίευσε τον κόσμο, εκάλεσε τους δημογέρωντες κι ερώτησε :
 
- Πώς να ζήσω πολλά χρόνια, να είμαι πάντα νέος ; Έχω τόσα πολλά ακόμα να κάμνω σ΄αυτόν τον Πάνω Κόσμο !
 
- Υπάρχει o τρόπος, αλλά είναι δυσκολότατος, του λέγουν αυτοί.
 
- Και ποιός είναι αυτός ο τρόπος ; Θέλω να τον ξεύρω.
 
- Είναι να πάγεις, να φέρεις και να πιείς το Αθάνατο Νερό.
 
- Kαι πού εμπορώ να βρω αυτό το Αθάνατο Νερό, να τo πιώ ;
 
- Στην Άκρη του Κόσμου, πέρα απ΄τα Δυό Βουνά, που διαρκώς ανοιγοκλείνουν, τόσο γλήγορα πού ο ταχύτερος σταυραετός δεν προφθαίνει να περάσει. Πολλά από τα καλύτερα βασιλόπαιδα προσεπάθησαν να περάσουν να φθάσουν στ΄Αθάνατο αυτό Νερό. Κανένα δεν το κατάφερε. Τα έφαγαν τα Δυό Βουνά. Την ζωή τους, που την ήθελαν αιωνία, την έχασαν γιά πάντα. Αλλά, και να καταφέρεις και περάσεις, πολυχρονεμένε μας βασιλιά, αυτά τα τρομερά τα Δυό Βουνά, και άλλος κίνδυνος σε περιμένει. Μπρός σου, θα΄βρείς τον Μεγάλο Δράκο, φύλακας της πηγής με το Αθάνατο Νερό. Έχει εκατό μάτια ολόγυρα στο κεφάλι του, και μέρα νύχτα, ποτέ δεν κοιμάται. Όταν κλείνει τα πενήντα τα μισά του τα μάτια, τα άλλα του τα πενήντα μένουν ανοιχτά να παραμονεύουν. Πρέπει να τον σκοτώσεις γιά να πάρεις το Αθάνατο Νέρο. Έως τώρα κανείς δεν το κατόρθωσε...
 
Όταν τα ήκουσε ο Aλέξανδρος, προσέταξε να σελώσουν το αγαπημένο του το άλογο, τον Βουκέφαλο, από όλα καλύτερο και γληγορότερο, πιό γληγορο ακόμα κι από τον σταυραετό, ή κι από την αστραπή. Πείρε το τετραπίθαμό σπαθί, το τρεις οργυές κοντάρι.
Και έφιππος λοιπόν, δρόμο πέρνει δρόμο αφήνει, και φθάνει στην Άκρη του Κόσμου, κει που συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, στα Δυό Βουνά που του΄παν οι δημογέροντες. Στέκεται ο Αλέξανδρος, τα βλέπει που αδιάκοπα, σαν να μασούν ανοιγοκλείνουν, και τόσο γλήγορα που μήτε γεράκι δεν πορεί να περάσει χωρίς να τ΄αρπάξουν.
 
Ο Αλέξανδρος όμως, το γενναίο παλληκάρι, δεν εφοβήθηκε. δίνει μια καμτζικιά του Βουκεφάλου του, και σαν την αστραπήν επέρασαν, χωρίς να τους φάγουν τα δυό Βουνά κι εβγήκαν ζωντανοί. Μόνο, τρείς τρίχες της ουράς του αλόγου επιάσθηκαν...
Ο λεβέντης βασιλιάς αντίκρησε τον φοβερόν δράκοντα με τα εκατό μάτια, τα μισά με κλειστα τα βλέφαρα. Τραβάει το τετραπίθαμο σπαθί, ορμάει και τον σκότωνει, πριν ακόμα καταλάβει ο δράκος τι του γινόταναι, και έπεσε νεκρός στον τόπο.
Και έτσι έφθασε στην πηγή με τ΄Αθάνατο Νερό ο Αλέξανδρος... Εγέμισε τo χρυσό του το παγούρι, επότισε το άλογό του, και το καλό το παλληκάρι πήρε άλλο μονοπάτι, τον δρόμο της επιστροφής. Στον γυρισμό τα &υό Βουνά ήτον ανοιχτά και γιά πάντα πιά ακίνητα.
 
Όταν έφθασε στο παλάτι του ο Αλέξανδρος εξέχασε να πει στην αδελφή του τι είχε στο χρυσό παγούρι. Και να που μιά μέρα η αδελφή του πέρνει το χρυσό παγούρι, να το καθαρίσει και να το υαλίσει και χύνει το Αθάνατο Νερό στο περιβόλι ... Tο Αθάνατο Νερό επότισε μιαν αγριοκρομμυδιά που, από τότε, ποτέ δεν εμαράθηκε. Όταν έμαθε η βασιλοπούλα τι ζημιά και τι κακό έκανε, απελπίσθηκε, κι έμηνε απαρηγόρητη.
 
- Θεέ μου! λέγει, πως να πιστεύσω που μια μέρα θα πεθάνει και ο αγαπημένος μου ο αδελφός, και που εγώ θα φταίω
; Με πρέπει όταν πεθάνει ο Αλέξανδρος, να μπορέσω να τον ξαναφέρω στο φως του Επάνω Κόσμου.
 
Και από τότε, η αδελφή του βασιλιά έγινε ψάρι από τον ομφαλό ως τα πόδια της. Έπεσε γυναικόψαρο στην θάλασσα και εκεί ζει από τότε ως σήμερα. Είναι η Γοργόνα.Την πανσέλλινο, στα πλοία της ανατολής, στης δύσης τα καράβια, την βλέπουνε και την ακούν, οι ναύτες και
ψαράδες ! Η Γοργόνα η βασιλοπούλα διαρκώς γοργογυρίζει όλες τες αρμυρές θάλασσες. Και όταν συναντήσει καράβι, πάγει κοντά του, και του ρωτά με την γλυκειά της την φωνή, σαν να τραγουδάει : 

Εσύ με τά λευκα πανιά, πελαγίσιο ταξιδιώτη,
γιά λέγε με, να σε χαρώ, αν ζει ο αδελφός μου.
Ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος ;

Aλίμονο στον καραβοκύρη, στον ναύκληρο, στους ναύτες, άμα πει κανείς που απέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος.
Τότε η Γοργόνα, από μεγάλη θλίψι και τρομερή οργή, αναταράζει τα ύδατα, σηκώνει τα κύματα ως τα σύννεφα, φυσάει σαν θρακιάς, ξεσχίζει τα πανιά, σπάει τα κουπιά. Γεμίζει η θάλασσα παλληκάρια, και σε φοβερή τρικυμία βουλιάζει και χάνεται το πλοίο...
 
Εάν όμως ο καραβοκύρης ξεύρει τι πρέπει να πει γιά να σωθούν όλοι τους, απαντήσει στην ωραία Γοργόνα : 
Zει ο βασιλιάς Aλέξανδρος, ζει και βασιλεύει,
και τον κόσμο κυριεύει !

Tότε, η ωραία Γοργόνα χαίρεται, λύνει την κόμη της, απλώνει τα χέρια της σαν αγκαλιά και προστατεύει το πλοίο, κάμνει την θάλασσα γάλα και σαν αμέτρητο χαμόγελο τα κύματα. Ο καραβοκύρης και οι ναύτες ακούουν τότε την Γοργόνα, να τραγουδάει έτσι που φεύγει : 
Zει ο βασιλιάς Aλέξανδρος, ζει ο αδελφός μου,
ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!

[Απ΄τα παραδοσιακά μας, για τα παιδιά μας, Θ Δ Ευθυμίου]  

 

Οι τρεις τελευταιες επιθυμιες του Μεγαλου Αλεξανδρου


Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος κάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του.

1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.

2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.

3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.
Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.

Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:

1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!

2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!

3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!

Ο Περίεργος Θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου


Ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά αινίγματα, χειρότερο κι απ’ την ίδια την σφήκα της Αιγύπτου, είναι το ποιός σκότωσε τον Μέγα Αλέξανδρο. Κάποιοι αβασάνιστα θέλουν να χρεώσουν τον θάνατο του Αλεξάνδρου στους συντρόφους του. Σ’αυτούς δηλαδή που με την παραμικρή παράλειψη καθήκοντος την ώρα της μάχης, στις οποίες σημειωτέον ο Αλέξανδρος διεκδικούσε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο, θα μπορούσαν αναρίθμητες φορές να επιφέρουν τον θάνατο του ακατάβλητου στρατηλάτη απ’ την Μακεδονία.

Κάποτε μάλιστα, όταν ο στρατηγός του Παρμενίων, του έγραψε να προσέξει τον φίλο και προσωπικό του γιατρό Φίλιππο, ως πιθανό προδότη και δηλητηριαστή του, αυτός πρώτα διάβασε το γράμμα και με το ένα χέρι παρέδωσε στον γιατρό του Φίλιππο την...επιστολή που τον κατηγορούσε για προδοσία και με το άλλο πήρε απ’ τα χέρια του το φάρμακο και το ήπιε μπροστά σ’ όλους, χωρίς φυσικά να βλαφτεί.

 Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν τον Αλέξανδρο, είχαν απόλυτη συναίσθηση, της ανεπανάληπτης ιστορικής εποποιίας που ζούσαν κοντά του και γνώριζαν ότι τα ονόματά τους θα γραφούν για πάντα στο φωτεινότερο στερέωμα της ιστορίας. Στην απεγνωσμένη όμως αναζήτηση μιας πιθανής σκευωρίας κατά της ζωής του Αλεξάνδρου, πολλοί ιστορικοί κατέληξαν σε κάποιες πιθανές εκδοχές.

Ο Πλούταρχος αναφέρεται σε διάφορα πιθανά σενάρια ενοχής, με βασικότερα, αυτό της διχόνοιας που υποκίνησε η μητέρα του Αλέξανδρου Ολυμπιάδα με τον διοικητή της Ευρώπης στρατηγό Αντίπατρο, και τον γιο του Κάσσανδρο. Στις συνωμοσίες δηλητηριασμού εμπλέκουν, τους δύο οινοχόους του Αλεξάνδρου τον Μήδιο και Ιόλλα (γιο του Αντίπατρου), αλλά και τον δάσκαλό του, τον άριστο άνθρωπο και πανεπιστήμονα Αριστοτέλη. Ασφαλώς και κάποια σενάρια δολοφονίας του Αλεξάνδρου απ’ την πλευρά των Ελλήνων, δεν στερούνται ενδείξεων, αλλά ο τρόπος της θανάτωσης του Αλεξάνδρου, είναι που μας παραπέμπει έντονα σε χαλδαιο-περσικό τρόπο δολοπλοκίας, κάτι που αδικαιολόγητα παραβλέπουν οι ιστορικοί. Φυσικά δεν φιλοδοξούμε εδώ, να λύσουμε τον γρίφο, ποιός σκότωσε τον Μέγα Αλέξανδρο. Αλλά είναι νομίζω μέσα στα πλαίσια της μελέτης μας, να υπογραμμίσουμε την εξαιρετική πιθανότητα ανάμειξης του χαλδαιικού ιερατείου, στην δολοφονία του Αλεξάνδρου και την ενδεχόμενη παρουσία του μαγγανευτή δόλου, στα σημαντικότερα σταυροδρόμια της ιστορίας.

Ο Αλέξανδρος μετά την εκπληκτική νίκη του κατά του Δαρείου πρώτα στον Γρανικό μετά στην Ισσό και κατόπιν στα Γαυγάμηλα, έφτασε στην Βαβυλώνα το 331 π.Χ. όπου και του παρέδωσαν την πόλη αμαχητί. Επτά χρόνια μετά το τέλος της εκστρατείας στα βάθη της Ασία και την Ινδία, το 324 επέστρεψε στην Βαβυλώνα κατακτητής «ολόκληρης» της Ασίας, με δεδηλωμένη την πρόθεσή του, να κάνει την Βαβυλώνα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Να λοιπόν η άλλη πλευρά των γεγονότων, που ποτέ δεν φωτίζεται αρκετά: «Με τον τερματισμό του πολέμου (με τους ορεσίβιους Κοσσαίους) ο Αλέξανδρος βάδιζε πλέον με βραδύ ρυθμό προς την Βαβυλώνα.

Ενώ απείχε τριακόσια στάδια απ’ την Βαβυλώνα, οι λεγόμενοι Χαλδαίοι, αστρολόγοι με μεγάλη φήμη, που συνήθιζαν να προλέγουν τα μέλλοντα, με αρχηγό τους κάποιον Βελεφάντη, μήνυσαν στον Αλέξανδρο, ότι προείδαν τον επικείμενο θάνατό του στην Βαβυλώνα. Πρόσταξαν δε να ειδοποιήσουν τον βασιλιά για τον κίνδυνο που τον απειλούσε και τον συμβούλεψαν με κανένα τρόπο να μην εισέλθει στην πόλη. Είπαν δε πως μπορεί να διαφύγει τον κίνδυνο (του θανάτου) αν αναστηλώσει τον τάφο του Βήλου, τον γκρεμισμένο από τους Πέρσες, παραιτηθεί απ’ την είσοδό του στην Βαβυλώνα και δεχθεί να προσπεράσει δίπλα απ’ την πόλη. Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε για την προφητεία των Χαλδαίων κατεπλάγη και αναλογιζόμενος την οξύνοια και την φήμη αυτών των ανθρώπων ταράχθηκε. Τότε έστειλε μεν στην πόλη πολλούς απ’ τους φίλους του, αλλ’ αυτός αλλάζοντας δρόμο παρέκαμψε την Βαβυλώνα και στρατοπέδευσε σε απόσταση διακοσίων σταδίων απ’ αυτήν.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε γενική κατάπληξη κι αμέσως τον επισκέφθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες και μεταξύ των φιλοσόφων και ο Ανάξαρχος. Αυτοί όταν έμαθαν την αιτία του πράγματος, εξάντλησαν όλη τους την πειστική δύναμη με επιχειρήματα απ’ την φιλοσοφία και τον μετέπεισαν σε τέτοιο βαθμό που καταφρόνησε κάθε μαντική τέχνη και περισσότερο αυτή των περίφημων Χαλδαίων. Έτσι ο βασιλιάς σαν να ήταν ψυχικά λαβωμένος και θεραπεύθηκε από τους λόγους των φιλοσόφων, εισήλθε τελικά μετά δυνάμεως στην Βαβυλώνα» Διοδ. Σικελιώτης 17. 112.

Στο θέατρο της ιστορίας, οι ιερείς της Βαβυλώνας μασκαρεμένοι σε αυτόκλητους σωτήρες, έφερναν στον Αλέξανδρο δώρο μια ευκαιρία διαφυγής, από αφανισμό που… οι ίδιοι είχαν επινοήσει! Σωτηρία υπήρχε… αλλά μόνο εάν και εφόσον ο μεγαλειώδης Έλληνας, δεχόταν να παραιτηθεί απ’ την πορεία του! Η πιο πονηρή «αλεπού» της ιστορίας, το χαλδαιικό ιερατείο, ξάφνιασε το πιο ρωμαλέο λιοντάρι της παγκόσμιας ιστορίας, τον Μέγα Αλέξανδρο! Ο στρατηλάτης με το ένστικτο του αήττητου ηγέτη, διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και κοντοστάθηκε αναστατωμένος. Οι «παντογνώστες» όμως «σοφοί» συνοδοί του, με αρχηγό τους κάποιον ανόητο Ανάξαρχο, έσπευσαν να τον καθησυχάσουν και το πέτυχαν! Η ασφάλεια του Αλέξανδρου, ήταν στα χέρια ανθρώπων που είχαν παντελή άγνοια της χαλδαιικής πανουργίας. Κατά φαντασία φιλόσοφοι, κατ’ ουσία αφελείς καθησυχαστές, δεν κατάφεραν ούτε υποθετικά να αναγνωρίσουν στα λόγια των Χαλδαίων, κάποια έμμεση απειλή κατά της ζωής του Αλεξάνδρου!

Οι ανάξιοι αυτοί φύλακες της ζωής του μεγάλου βασιλιά, δεν γνώριζαν τίποτε για τους άθλους των Χαλδαίων, αγνοούσαν εντελώς το αόρατο οπλοστάσιο και τα απίθανα υλικά της δηλητηριο-μαγγανείας. Δεν γνώριζαν τα αναρίθμητα προσωπεία του χαμογελαστού δόλου, του αυτόκλητου σωτήρα, την θεατρική δουλοπρέπεια, την υποκριτική φιλία και τις αλάνθαστες συνταγές σεξουαλικής σαγήνης χάριν διείσδυσης στο περιβάλλον του προεπιλεγμένου στόχου-θύματος.

Στην πραγματικότητα δεν είχαν ιδέα για τα ύπουλα, αποτελεσματικά όπλα της Ανατολής. Ήταν λοιπόν φυσικό, να μην μπορούν ούτε το μέγεθος ούτε τον τύπο της αντιπαλότητας να υποθέσουν. Ανίκανοι να συλλάβουν έστω και αμυδρά την έμμεση απειλή των Χαλδαίων κατά της ζωής του Αλεξάνδρου, πνιγμένοι μέσα στην ίδια τους την φιλοσοφική φλυαρία, δεν είδαν την ιστορική ευκαιρία να ανταποδώσουν τις απειλές των μάγων.


Χρησιμοποιώντας την ίδια θεολογική γλώσσα, θα μπορούσαν να απειλήσουν τους Μάγους λέγοντας για παράδειγμα ότι κάποια ήθη, έθιμα ή προφητείες των Μακεδόνων απαιτούσαν τον θάνατο όλων εκείνων, που ανακοινώνουν τέτοιες απειλητικές προβλέψεις κατά της ζωής του μεγάλου βασιλέως. Στην περίπτωση μάλιστα, που μετά τις προφητείες εναντίον του, απειλήσει πράγματι οτιδήποτε την ζωή του Αλεξάνδρου, με βάση αυτά τους τα έθιμα, οι πρώτοι που θα θανατωθούν, θα είναι εκείνοι που έφεραν την απειλητική προφητεία στον βασιλιά.

Μια τέτοια έντεχνη αντιστροφή της απειλής, διατυπωμένη μάλιστα στην δική τους γλώσσα των θεολογικών υπαινιγμών, θα έβαζε τα αναμένα κάρβουνα ξανά πίσω στα δικά τους χέρια και θα τους ανάγκαζε να ξανασκεφτούν πολύ καλά πριν αποπειραθούν να κάνουν πράξη με οποιονδήποτε τρόπο τις απειλητικές τους «προφητείες». Μια τέτοια ξεκάθαρη προειδοποίηση μάλλον θα ανάγκαζε τους μάγους να σκεφτούν όλους τους δυνατούς τρόπους για να προστατέψουν την ζωή του Αλέξανδρου γιατί η επιβίωσή τους θα είχε άρρηκτα δεθεί με την δική του.

Η Ελληνική σοφία, δεν ήταν σε θέση να υποθέσει ότι για τους μάγους, η πρόγνωση θανάτου ήταν ξεκάθαρη δήλωση δολοφονικής πρόθεσης. Η συλλογιστική ήταν και παραμένει απλή: κανένας μάγος δεν θα ήθελε να αστοχήσουν οι προβλέψεις του, κατά συνέπεια όλοι οι προφήτες θα έκαναν το παν για να επαληθευθούν, άρα ο μηχανισμός επαλήθευσης των προφητειών είναι οι ίδιοι οι προφήτες. Όμως, αγνοώντας εντελώς τον αντίπαλο η ελληνική σοφία δεν κατάφερε να αντιτάξει την παραμικρή αντιπανουργία. Αντιθέτως, διέλυσαν τους φόβους του Αλέξανδρου, τον αφόπλισαν εντελώς από κάθε επιφύλαξη και τον οδήγησαν απροστάτευτο στην Βαβυλώνα, ανάμεσα στους ονομαστούς, αλλά γερασμένους, ανίσχυρους και ακίνδυνους όπως νόμισαν μάγους.

Απόδειξη της παντελούς αδιαφορίας απέναντι στις προειδοποιήσεις των μάγων αλλά και της σοβαρής έλλειψης αυστηρής περιφρούρησης του Αλεξάνδρου ήταν το εξής ενδεικτικό γεγονός: «ένας απ’ τους ντόπιους (σκλάβους) που ήταν δεμένος λύθηκε και χωρίς να γίνει αντιληπτός απ’ τους φρουρούς πέρασε την αυλή και τις θύρες του παλατιού και μπήκε μέσα χωρίς να τον εμποδίσει κανείς. Πλησίασε τον βασιλικό θρόνο, φόρεσε την βασιλική στολή και το διάδημα, κάθισε στον θρόνο (του Αλεξάνδρου) και έμεινε εκεί ησυχάζων.

Όταν το έμαθε ο Αλέξανδρος εξεπλάγη δια το παράδοξον… θυσίασε στους αποτρόπαιους θεούς, αλλά ήταν όλος αγωνία και έφερε στο νου του την προφητεία των Χαλδαίων και τους φιλοσόφους που τον έπεισαν να μπει στην Βαβυλώνα κατέκρινε την δε τέχνη των Χαλδαίων και την αγχίνοια εθάυμαζε και βλαστημούσε όσους με ευφυολογήματα περί πεπρωμένου μίλησαν» Διοδ. Σικελιώτης 17.116.1-4.
 
Οι βλαστήμιες όμως, εκτόνωσαν μάλλον τις ανησυχίες παρά βοήθησαν τον Αλέξανδρο. Φαίνεται πως η γενικότερη οργάνωση ασφάλειας και περιφρούρησης του Αλέξανδρου είχε αποδιοργανωθεί. Την εικόνα της εγκατάλειψης και της ανεπαρκούς περιφρούρησής του από τους σωματοφύλακές του, συμπληρώνει μια τριήμερη περιπέτεια του Αλεξάνδρου στους δαιδαλώδης βάλτους της Βαβυλώνας. «το πλοιάριο του Αλεξάνδρου ξέκοψε από τα άλλα και για τρεις μέρες και τρεις νύχτες χάθηκε και περιπλανήθηκε στα κανάλια, τόσο που φοβήθηκε ότι δεν θα σωθεί. Όλα αυτά τα ανέφερε στους μάντεις ως άσχημα προμηνύματα». Διόδ. Σικελιώτης 17.116.5-6

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος λοιπόν δεν φαίνεται πως ήταν άμοιρος αυτών των εξελίξεων, αφού με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς και με πολυάριθμους μεικτούς γάμους και προνόμια, προσπαθούσε να γεφυρώσει το χάσμα των δύο κόσμων. Κατά την επιστροφή του στην Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος, σταμάτησε στα Σούσα και τέλεσε τους γάμους του με την Στατείρα την κόρη του Δαρείου. Πάντρεψε 90 αξιωματικούς του και 10.000 στρατιώτες του με Περσίδες. Ο φίλος του Ηφαιστίων πήρε κι αυτός μια κόρη του Δαρείου. Πέντε ημέρες και πέντε νύχτες κράτησαν τα μεγαλοπρεπή γλέντια των μεικτών αυτών γάμων.

Στα Σούσα ο Αλέξανδρος: «τρισμυρίους (30.000) νέους επέλεξε, ελληνικά γράμματα τους δίδαξε και στην μακεδονική πολεμική τέχνη τους εκπαίδευσε, πολλούς δε και επιστάτες (αξιωματικούς!) κατέστησε»
Χαρακτηριστική είναι επίσης η λεπτομέρεια που δείχνει τον Αλέξανδρο να κρατάει ακόμα και τους δούλους του Δαρείου στην υπηρεσία του: «και ο ευνούχος είπε κλαίγοντας. Τώρα είμαι δικός σου δούλος, ενώ προηγουμένως ήμουν του Δαρείου» Διοδ. Σικελιώτης 17.66.4. Ο Μακεδόνας ηγέτης λοιπόν, απλούστατα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον κόσμο της ανατολίτικης μαγείας. Απ’ το συζυγικό του κρεβάτι, μέχρι τον άμεσο υπηρετικό και στρατιωτικό του περίγυρο, ήταν πια ζωσμένος από εξελληνισμένους Πέρσες, των οποίων τις καταβολές, τις προθέσεις και τους μυστικούς όρκους εκδίκησης, κανείς και ποτέ δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει.

Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, πώς ο Αλέξανδρος που τυπικά ήταν ο φοβερότερος εχθρός των Περσών, ο κατακτητής και ο καταστροφέας της Περσικής αυτοκρατορίας, αυτός που έστω δικαιωματικά, άρπαξε 50.000 τάλαντα χρυσού απ’ τα Σούσα και 120.000 τάλαντα άλλους θησαυρούς απ’ την Περσέπολη … πώς ήταν δυνατόν να πίστεψε πως μπορούσε να κάνει τους κατασυντριμμένους απ’ το χέρι του Πέρσες, ακίνδυνους φίλους και υπηρέτες του;

Είναι γνωστό ότι σε μια στιγμή εκδίκησης για τις ασταμάτητες αναίτιες επιδρομές των Περσών κατά των Ελλήνων, ο Αλέξανδρος με την σιωπηρή συγκατάθεσή του, επέτρεψε: «στην Αθηναία ετέρα Θαΐδα και πλήθος άλλων γυναικών, να πυρπολήσουν την Περσέπολη, την χιλιόστυλη περσική πρωτεύουσα, την οποία ο Αλέξανδρος χαρακτήριζε ως την πιο επικίνδυνη πόλη της Ασίας, αλλά και την πλουσιότερη πόλη στον κόσμο». (Διοδ. Σικελιώτης 17.72)

Θα ήταν λοιπόν ποτέ δυνατόν, κάποιοι, έστω ένας μικρός αριθμός απ’ τους ηττημένους Πέρσες, να μην φιλοξενούν άσβεστο κρυφό μίσος και μυστικούς όρκους εκδίκησης, κατά του ανθρώπου που έγινε αφορμή να χάσουν τους προσφιλείς τους, τα σπίτια τους, τις αμύθητες περιουσίες τους, τα προνόμια και την χλιδή της ζωή τους; Κι όμως οι προσπάθειες αυτές της υπερβολικής, σχεδόν βίαιης και κυριολεκτικής ένωσης Περσών και Μακεδόνων, συνεχίσθηκαν αμείωτες απ’ την μεριά του Αλεξάνδρου, προκαλώντας δικαιολογημένη αγανάκτηση μεταξύ των βετεράνων Μακεδόνων του στρατεύματος. Ο Αλέξανδρος «διευθέτησε» αμέσως το πρόβλημα αποστρατεύοντας 11.500 βετεράνους, που τους έστειλε πίσω στην Ελλάδα με πολλά προνόμια! Η διένεξη εκτονώθηκε με ένα γιγάντιο συμπόσιο συμβιβασμού 9.000 ατόμων!


Όλα δείχνουν ότι οι αρχικές επιφυλάξεις, είχαν δώσει την θέση τους στο άπιαστο όνειρο της συνένωσης και της συναδέλφωσης των δύο λαών. Κανείς πια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον Αλέξανδρο απ’ το να ανοίγει διάπλατα τις πύλες των ευκαιριών, σ’ αυτούς που μόλις χθες είχαν κάθε λόγο να τον θέλουν νεκρό. Στα Εκβάτανα, λίγο πριν από την είσοδό του στην Βαβυλώνα, ο Ηφαιστίωνας εμφάνισε επίμονο πυρετό. Ξεφεύγοντας από την επιτήρηση του γιατρού του, ήπιε ένα μεγάλο κύπελλο (νερωμένο) κρασί και λίγο αργότερα πεθαίνει. Ο Αλέξανδρος τον μετέφερε και θρήνησε τον χαμό του σαν ήρωας τραγωδίας. Χαρακτηριστική είναι η απαίτησή του, να σβήσουν οι Χαλδαίοι το άσβεστο ιερό τους πυρ, προς τιμή του θανόντος.
 
Την άνοιξη του 323 εφτά χρόνια μετά την πρώτη του είσοδο στην Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος επέστρεψε σ’ αυτήν φορτωμένος χαλδαιο-περσικά στρατεύματα υπηρετικό προσωπικό και νύφες, αποφασισμένος να κάνει την πάλαι ποτέ ένδοξη πόλη του Ναβουχοδονόσορα πρωτεύουσά του. Με γιορτές και παραστάσεις υποδέχεται 3.000 καλλιτέχνες και πρέσβεις απ’ την Ελλάδα και άλλα μέρη της αυτοκρατορίας του. Η Βαβυλώνα βρισκόταν πράγματι στο θεωρητικό κέντρο της αχανούς αυτοκρατορίας του. Οι προθέσεις του αυτές αρχίζουν πλέον σταθερά και υλοποιούνται.


Στην θέση του ονομαστού πύργου της Βαβυλώνας, υπήρχε πια μόνο ένα βουνό από πηλό και πλίθες που έπρεπε να παραμεριστούν, για να μπορέσει να θέσει τα νέα θεμέλια του. Ο Αλέξανδρος αρχίζει την ανοικοδόμηση της Βαβυλώνας, διατάζοντας την απομάκρυνση των χωμάτων. Σύμφωνα με τον Στράβωνα: «με τον παραμερισμό των ερειπίων ασχολήθηκαν 10.000 άνθρωποι για δύο μήνες». Στραβ.16.1.5.26. Ήταν πια φανερό, ότι ο Αλέξανδρος θα ανάσταινε εκ βάθρων την Βαβυλώνα!

Η ανοικοδόμηση όμως του πύργου, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε λόγω του πρόωρου θανάτου του Αλεξάνδρου, μετά από επίμονο πυρετό δώδεκα ημερών. Οι συνθήκες του θανάτου περιγράφονται ὡς εξής: «στις δε εφημερίδες αυτά είναι γραμμένα περὶ της νόσου... στον λουτρώνα μισοκοιμόταν (καθηύδε) με πυρετό, αφού δε λούστηκε, στου Μήδιου πήγε διακινδυνεύοντας (την εξέλιξη της υγείας του) και διημέρευε. Αργά ξαναλούστηκε... με ισχυρό πυρετό δίψασε σφόδρα και ήπιε οίνο... έφαγε, και την νύχτα ὁ πυρετός του χειροτέρεψε» (Πλούταρχος, «Αλέξανδρος»,75.6-76.3). Σημειώνεται εδώ ότι ὁ Αλέξανδρος είχε ήδη πυρετό, πριν βρεθεί στο σπίτι των οινοχόων του, Μήδιου και Ἰόλλα.

Ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης γράφει πως αμέσως μετά την τριήμερη ταλαιπωρία του στους βάλτους της Βαβυλώνας και ενώ ακόμα ευχαριστούσε με θυσίες τους θεοὺς για την διάσωσή του, «προσεκλήθη από τον οινοχόο του Μήδιο. Προς τιμήν του θανάτου του Ηρακλή ήπιε πολύ κρασὶ (ένδειξη μεγάλης δίψας, όπως και στην περίπτωση του Ηφαιστίωνα;). Ξαφνικά αναστέναξε με δυνατή κραυγή από έναν πόνο που τον διαπέρασε και υποβασταζόμενος από φίλους μεταφέρθηκε στο δωμάτιό του. Όλοι έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια, το πάθος όμως χειροτέρευε. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να τού προσφέρουν βοήθεια.

Οι πόνοι χειροτέρεψαν, και χάνοντας κάθε ελπίδα να σωθεί, έβγαλε το δακτυλίδι του και ερωτηθείς σε ποιόν να το παραδώσουν απάντησε: “Τῷ κρατίστῳ”. Έτσι πέθανε ὁ Αλέξανδρος, αφού βασίλεψε δώδεκα χρόνια και εφτὰ μήνες και επιτέλεσε τα μεγαλύτερα κατορθώματα απ’ όλους τους βασιλείς, όχι μόνον απ’ αυτοὺς που έζησαν πριν απ’ αυτόν άλλα και απ’ τους μεταγενέστερους μέχρι των ημερών μας. Επειδή κάποιοι ιστορικοί διαφωνούν περί (της αιτίας) του θανάτου του Αλεξάνδρου και υποστηρίζουν ότι δια φαρμάκου θανασίμου αυτός επήλθε, κρίνομε αναγκαίο να μην παραλείψουμε την άποψη τους αυτήν» (Διόδ. Σικελιώτης, 17.117).

Οι Χαλδαίοι ιερείς αποδεδείχθηκαν πέρα για πέρα αληθινοί. Κατάφεραν να προβλέψουν και προφανώς να επιβάλουν τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Οι Έλληνες άργησαν πολύ να σκεφτούν το ενδεχόμενο δηλητηριασμού του βασιλιά τους: «Τα περισσότερα απ’ αυτά κατά λέξιν στις εφημερίδες (του Αλεξάνδρου) ήταν γραμμένα. Φαρμακείας (δηλητηριασμού) υποψία ουδείς είχε πάραυτα» (Πλούταρχος, «Αλέξανδρος», 77.1-2).

Ὁ Αρριανὸς γράφει ότι μόνον ὁ Αλέξανδρος είχε κάποιες υποψίες στην σωστή κατεύθυνση, στις οποίες όμως κανείς, ούτε καν αργότερα, δεν έδωσε οποιαδήποτε συνέχεια «κάτι ύποπτο υπήρχε σ’ αυτό απ’ τους Χαλδαίους, οι οποίοι όχι από μαντεία άλλα μάλλον για δική τους ωφέλεια εμπόδιζαν την είσοδο του Αλεξάνδρου (στην Βαβυλώνα)...ὁ Αλέξανδρος είχε κατά νου την ανοικοδόμηση (των ναών και γενικότερα της Βαβυλώνας), όταν όμως αυτός αποχώρησε (για την εκστρατεία των Ινδιών), αυτοὶ (οι ιερεῖς) μαλθακῶς (με αδιαφορία) ἀνθήψαντο (απέφυγαν) του έργου... και επειδή οι Χαλδαῖοι τα του θεού ενέμοντο, ύποπτοι ήσαν στον Αλέξανδρο, ότι δεν ήθελαν να εισέλθῃ στην Βαβυλώνα, για να μη στερηθούν ούτε προς ολίγον (λόγῳ των επισκευών) των χρημάτων την ωφέλεια» (Φλάβιος Αρριανός, «Αλεξάνδρου Αναβάσεως», 7.17.1-4).

Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (90-20 π.χ.) έγραψε περίπου 300 χρόνια μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Ὁ Πλούταρχος(46-127 μΧ.) εκατό χρόνια μετά απ’ αυτόν και τέλος ὁ Φλάβιος Αρριανὸς (95-175 μΧ.) έγραψε 450 περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα. Και οι τρεις συμβουλεύθηκαν προγενέστερα ιστορικά κείμενα, ακόμα και τις «εφημερίδες» του Αλεξάνδρου, κι όμως, για την ολοφάνερη εκδοχή ανάμιξης των Χαλδαίων στον θάνατο του Αλεξάνδρου δεν αναφέρουν ούτε λέξη. Γιατί άραγε; Τί εμπόδιζε αυτοὺς τοὺς ανθρώπους να δουν, ότι στοὺς Χαλδαίους αναλογεί οπωσδήποτε ίση μερίδα πιθανής ανάμιξης στον θάνατο του Αλεξάνδρου, ώστε να μας αφήσουν την πολύτιμη γνώμη τους, την οποία δεν θα μπορούσαν να παρακάμψουν οι ιστορικοὶ του μέλλοντος; Έτσι μέχρι σήμερα οι συγγραφικοί υποψιασμοί (εκτός σπανίων εξαιρέσεων), χωρίς να μπορούν να στηριχθούν σε κάποιον ιστορικό υπαινιγμό κατά των Χαλδαίων, φτάνουν μόνο μέχρι τοὺς ιδιοτελείς λόγους της ψευδοπροφητείας των Χαλδαίων, άλλα δεν προχωρούν ποτέ σε καταγγελία ενδεχόμενης ανάμιξής τους στον θάνατο του Αλεξάνδρου.


Να ένα τυπικό παράδειγμα: "Οι ιερεῖς τις Βαβυλώνας προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Αλέξανδρο να μπει στην πόλη, προβάλλοντας κάθε σκοτεινή προφητεία, (επειδή) ἡ ανοικοδόμηση του ναού Ἐσαγίλα και του πύργου Ἐτεμενάκι δεν είχε γίνει και τα χρήματα που είχαν προβλεφθεί (απ’ τον Αλέξανδρο) για τον σκοπό αυτόν (πριν φυγή για την εκστρατεία της Ινδίας), δεν τα διέθεσαν οι ιερεῖς για τοὺς θεοὺς αλλά για την δική τους τσέπη.

Οι ιερεῖς δεν κατόρθωσαν να πείσουν τον Αλέξανδρο, κι αυτός μπήκε στην πόλη. Και τότε συνέβη αυτό που είχαν φοβηθεί οι ιερεῖς, ὁ κυρίαρχος Αλέξανδρος διέταξε την έναρξη των έργων και την παράδοση του δέκατου της περιουσίας του ναού στο βασιλικό ταμείο.Γεμάτος ενέργεια ὁ Αλέξανδρος αρχίζει τις προετοιμασίες για νέες μεγάλες επιχειρήσεις.

Έτσι σχεδιάζει τον περίπλου της Αραβίας και για τον σκοπό αυτόν δημιουργεί λιμάνι κοντά στην Βαβυλώνα και ναυπηγεί έναν τεράστιο στόλο από χίλια πλοία. Οι εργασίες προχωρούν γρήγορα, και την άνοιξη του 323 π.χ. διοργανώνονται ασκήσεις με τριήρεις. Ὁ Αλέξανδρος ήταν πολύ αισιόδοξος, όμως οι χρησμοί και τα ωροσκόπια των αστρολόγων προμηνύουν συμφορά" (Petra Eisele, «Βαβυλώνα», σελ. 344). Αν και ὁ Αλέξανδρος υποψιάστηκε οικονομικά κίνητρα πίσω απ’ την απόπειρα απομάκρυνσής του απ’ την Βαβυλώνα, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι υπήρχε ακόμα ένας λόγος που δεν μπορούσε να τον υποθέσει, κι αυτός ήταν ὁ σημαντικότερος: ἡ Βαβυλώνα ήταν καταραμένη: «και ἡ Βαβυλώνα, ἡ δόξα και το καύχημα των Χαλδαίων, σαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα που κατέστρεψε ὁ θεός θα γίνει. Δεν θα την κατοικήσουν ποτέ πια, ούτε και θα κατασκηνώσει κανείς εκεί στοὺς αιώνες... μόνο θεριά της ερήμου, σειρήνες,δαιμόνια και ονοκένταυροι (;!) θα κατοικούν εκεί, και εχίνοι (σκαντζόχοιροι θα) νεοσσοποιήσουσιν στις οικίες αυτών» (Ἠσαΐας, 13.19-22). «Κι εσύ Βαβυλώνα, γρήγορα θα καταστραφείς και μακάριος όποιος σου ανταποδώσει όσα έκανες. Μακάριος όποιος πιάσει και συντρίψει τα βρέφη 16 σου στον βράχο.» (Β.Β. Ψαλμός 137 ἢ 136). 


Απ’ την εποχή του Ἠσαΐα λοιπόν ἡ Βαβυλώνα ήταν καταραμένη να παραμείνει στην αφάνεια.
Ἡ κατάρα αυτή του αιώνιου αφανισμού της ήταν ἡ ιστορική απάντηση του “θεού” (ιερατείου) της Βίβλου σ’ αυτοὺς που ισοπέδωσαν τον ναό της λατρείας του και την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Με την ανάδειξή της σε υπέρλαμπρη παγκόσμια πρωτεύουσα από τον Αλέξανδρο, κάθε έννοια εκδίκησης και ανταπόδοσης θα γινόταν ιστορικός περίγελος. Ὁ Αλέξανδρος λοιπόν, αυτός ὁ αμετάπειστος Μακεδόνας αυτοκράτορας, που ήθελε την Βαβυλώνα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, έπρεπε να πεθάνει τώρα, πριν προλάβει να ανοικοδομήσει την καταραμένη Βαβυλώνα, την μοναδική πόλη της ιστορίας που χρεώθηκε την έως εδάφους συντριβή της Σιών, της ιερής πόλης του Γιαχβέ.

Ποιά μπορεί όμως να ήταν μία πιθανή αιτία θανάτου του Αλεξάνδρου; Και γιατί γίνεται λόγος για δηλητηριασμό του, αφού “κανένα” απ’ τα συνηθισμένα δηλητήρια δεν παρουσιάζει συμπτώματα πυρετού; Για να γίνει κατανοητή στην πραγματική της έκταση ἡ φθοροποιός μαγγανεία, πρέπει στα υλικά της όπλα να συμπεριλάβουμε και τα μολυσματικά υλικά. Με τα γνωστά σε μάς συμπτώματα ὁ τυφοειδής πυρετός (typhoid fever) είναι μία εξαιρετικά πιθανή αιτία θανάτου για τον Αλέξανδρο. Ἡ μικροβιακή μολυσματική πρώτη ύλη είναι εύκολο να βρεθεί κατά τοὺς καλοκαιρινούς κυρίως μήνες, αφού: «ὁ βάκιλος (του Eberth) πολλαπλασιάζεται σε μολυσμένα νερά από τα κόπρανα και τις εκκρίσεις ανθρώπου που έχει νοσήσει. Συχνά όμως ακόμα και στα κόπρανα ανθρώπων που δεν έχουν νοσήσει υπάρχει ὁ βάκιλος του τυφοειδούς πυρετού και αναπτύσσεται σε υγρούς και σκιερούς αποχετευτικούς τόπους».

Για όσους είχαν ενδεχομένως τον νου τους σε μολυσματική υπονόμευση της υγείας του Αλεξάνδρου και φυσικά πρόσβαση στα τρόφιμα του Αλεξάνδρου το πράγμα δεν παρουσίαζε καμία ιδιαίτερη δυσκολία: «η επιμόλυνση γίνεται κυρίως δια της πεπτικής οδού και οι κυριότεροι τρόποι μετάδοσης είναι ὁ ραντισμός φρούτων και λαχανικών με μολυσμένο νερό και φυσικά το ίδιο το νερό».

Επιπλέον κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις και συμπτώσεις:
  • "μετά την επιμόλυνση ὁ τυφοειδής πυρετός έχει κύκλο επώασης (άνευ συμπτωμάτων) 15-20 ημερών". Αυτό αποκλείει το ενδεχόμενο, ἡ επαφή του Αλεξάνδρου με τον βάκιλο του τυφοειδούς πυρετού να έγινε στην τριήμερη περιπλάνησή του στοὺς βάλτους της Βαβυλώνας, αφού δεν μεσολαβεί καθόλου χρόνος επώασης. Απαλλάσσει επίσης και τον ίδιο τον Μήδιο (τον οινοχόο) από την υποψία του δηλητηριασμού την ίδια εκείνη μέρα της επίσκεψης του Αλεξάνδρου σπίτι του, αφού κανένα μολυσματικό υλικό δεν παρουσιάζει αμέσως πυρετό, και ὁ Αλέξανδρος πριν την επίσκεψή του σ’ αυτόν είχε ήδη ελαφρό πυρετό στον λουτρώνα του. Μάλιστα απλοποιώντας έτσι τα πράγματα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ακόμα και το νερό του λουτρώνα, το οποίο συχνά εισχωρεί στο στόμα των λουομένων, θα μπορούσε να είναι ἡ εστία της μόλυνσης του Αλεξάνδρου, αν κάποιος με προχωρημένη επίγνωση μαγγανείας φρόντιζε να μολύνει το νερό αυτό με μικρές ποσότητες κατάλληλου υλικού.
  • "Ὁ τυφοειδής πυρετός μετά την εκδήλωσή του έχει κύκλο κορύφωσης 10-15 ημερών". Πράγματι ὁ Μακεδόνας αυτοκράτορας πέθανε εμπύρετος μέσα στα χρονικά περιθώρια της κορύφωσης του κύκλου της μολυσματικής νόσου.
 Ὁ Αλέξανδρος πέθανε το καλοκαίρι στις 10 Ιουνίου 323 π.χ. Και αυτό ακόμα το στοιχειό ταιριάζει απολύτως με την εκδοχή του τυφοειδούς πυρετού: «ἡ έξαρση της νόσου παρατηρείται τοὺς ζεστούς μήνες του καλοκαιριού». Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε υποφέροντας καρτερικά τα φρικτά συμπτώματα του εμπύρετου αφανισμού.

Οι στρατιώτες του πέρασαν όλοι από μπροστά του, για να αποχαιρετήσουν στερνή φορά τον κατάκοιτο ηγέτη τους, που ακόμα και στην προθανάτια εξουθένωσή του εύρισκε το κουράγιο να τοὺς αποχαιρετήσει μ’ ένα ανεπαίσθητο κούνημα των οφθαλμών και της κεφαλής. Έφυγε σε ηλικία 33 ετών, καρφωμένος απ’ την θανατηφόρα σφήνα του δόλου, σαν άλλος Προμηθέας, αφήνοντας πίσω του τεράστιες πολιτισμικές επιρροές σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Κανείς δεν έκανε σκοπό της ζωής του την ανακάλυψη των ενόχων. Κανείς δεν έκανε το παραμικρό για να διαλευκανθούν τα αίτια του πρόωρου και περίεργου θανάτου του. Γιατί; Γιατί μάλλον αυτή είναι ἡ μοίρα των μεγάλων της ιστορίας. Το άλυτο αίνιγμα του ανεκδίκητου θανάτου σαν στοιχειωμένη σφίγγα τον κρατάει είκοσι τρεις αιώνες τώρα αλυσοδεμένο με άσπαστα δεσμά στον Καύκασο της παγερής ιστορικής μας αδιαφορίας.

Πηγή:ΔΑΥΛΟΣ

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΑΤΣΑΝΙΟΥ (6-7 Ἰουνίου 1821)-Η ΔΟΞΑ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΙ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΛΟΧΟ


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Γράφοντας ουσιαστικά την πρώτη σελίδα της Επανάστασης του 1821,ο φαναριώτικης καταγωγής πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης,πρώην υποστράτηγος του τσαρικού στρατού, βετεράνος των ναπολεόντιων πολέμων και Γενικός Επίτροπος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο “Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος“.

Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας( αντιστοιχούν περίπου στη σημερινή Ρουμανία) θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές της οθωμανικής αυτοκρατορίας που συνόρευαν με τη ρωσική επικράτεια απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού (σύμφωνα με σχετικές συνθήκες), ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήσαν Έλληνες Φαναριώτες.
Ο Υψηλάντης συγκέντρωσε ένα ετερόκλητο στράτευμα από ¨Ελληνες και Βαλκάνιους αρματολούς,μισθοφορικά σώματα και εθελοντές.Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατελάμβανε ο Ιερός Λόχος.


Ο ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ

Ο Ιερός Λόχος συγκροτήθηκε από εθελοντές νέους , κυρίως φοιτητές από τα πανεπιστήμια
Οι άνδρες του Ιερού Λόχου ήταν πεζοί εφοδιασμένοι με καραμπίνες και ξιφολόγχες. Έφεραν στολές από μαύρο ύφασμα με τρίχρωμο εθνόσημο. Στο κάλυμμα της κεφαλής κάτω από το λοφίο υπήρχε η φράση Ελευθερία ή Θάνατος και το σήμα της νεκροκεφαλής με χιαστό σχήμα οστών σαν σύμβολο της νίκης πάνω στον θάνατο.
Η σημαία του Ιερού Λόχου ήταν τρίχρωμη, το κόκκινο συμβόλιζε τον πατριωτισμό, το λευκό την αδελφοσύνη και το μαύρο τη θυσία.

Στη μία πλευρά της σημαίας αναγραφόταν το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και υπήρχε η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην άλλη πλευρά υπήρχε η εικόνα του Φοίνικα αναγεννόμενου από τις φλόγες και αναγραφόταν ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ.
 

Επικεφαλής του Ιερού Λόχου τέθηκε ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη Νικόλαος Υψηλάντης και υπασπιστής ο Ηπειρώτης Αθανάσιος Τσακάλωφ, συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Χιλίαρχος ο Κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης. Εκατόνταρχοι του Ιερού Λόχου ήταν ο Σπυρίδων Δρακούλης από την Ιθάκη, ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Σούτσος, αδελφός του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου, ο Κεφαλλονίτης Λουκάς Βαλσαμάκης , ο Πελοποννήσιος Ανδρόνικος, ο Ρίζος από τα Ιωάννινα και ο Χιώτης Ιωάννης Κρόκιας.

«Δεν έχω πλέον υποδήματα. Τα πόδια μου κατεσχίσθησαν. Κοιμούμαι μέσα σε θανατηφόρα τέλματα. Ζω με καρπούς, σπανίως ευρίσκω ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Αλλ’ αι στερήσεις αυταί μου είναι γλυκείαι. Ο βίος αυτός μ’ αρέσει. Από παιδί δεν ονειρευόμουν τίποτε άλλο από την ημέρα της ανεξαρτησίας μας. Ευρίσκομαι δια πρώτην φοράν επικεφαλής ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δε με φορτώνουν με μάταιους τίτλους, οι οποίοι μου δίνουν το γλυκύ του αδελφού όνομα. Χαίρετε. Θα ιδωθώμεν; Πού; Ο Θεός το ξεύρει».
(από γράμμα του Δημητρίου Σούτσου, πρώτου εκατόνταρχου του Ιερου Λόχου)

 
Το σήμα στα πηλίκια των Ιερολοχιτών

Η ΜΑΧΗ

Στους πρώτους 120 Ιερολοχίτες προστέθηκαν και άλλοι αργότερα φτάνοντας τους 400 ή 500, ενώ η οργάνωση του σώματος αυτού ολοκληρώθηκε στο Τιργοβίστι. Η πρώτη μεγάλη μάχη (πλην διαφόρων μικροσυμπλοκών) που επιλέγει να δώσει ο Υψηλάντης, είναι στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, όπου είναι εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά με ιππικό των τούρκων. Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος θα φτάσει απέναντι από το Δραγατσάνι, όπου θα στρατοπεδεύσει.
 


Την επόμενη ημέρα, 7 Ιουνίου 1821, θα ξεκινήσουν οι αψιμαχίες, προτού καταφτάσει όλο το στράτευμα, με την αποτυχημένη επίθεση του Ελληνικού ιππικού του Βασιλείου Καραβία, ο οποίος θα αγνοήσει τις εντολές του Υψηλάντη για αποφυγή εμπλοκής σε μάχη,προτου συγκεντρωθεί το σύνολο του Ελληνικού στρατού. Ο Ιερός Λόχος, με επικεφαλής το Νικόλαο Υψηλάντη, έσπευσε προς βοήθεια με 375 αξιωματικούς και οπλίτες, αλλά η φυγή του τμήματος του Καραβία ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμήσουν μόνοι τους χωρίς την υποστήριξη ιππικού. Πριν προφτάσει ο Ιερός Λόχος να σχηματίσει τετράγωνα, επιτέθηκε το τουρκικό ιππικό με αρχηγό τον Καρά Φέιζ και χώρισε το Λόχο στα δύο. 

Η μάχη ήταν σκληρή και αιματηρή. Οι Ιερολοχίτες πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν μια
ένδοξη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία. Οι απώλειες ήταν σημαντικές, οι εκατόνταρχοι, ο σημαιοφόρος του Λόχου, 25 αξιωματικοί και 180 στρατιώτες έπεσαν νεκροί, ενώ 37 Ιερολοχίτες αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν.
 

Σχεδιάγραμμα της μάχης
Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός Νικόλαος Υψηλάντης και ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ, και τη σημαία του Λόχου από το σημείο που είχε πέσει ο σημαιοφόρος. Ο Νικόλαος Υψηλάντης σώθηκε τυχαία από έναν φιλέλληνα Γάλλο αξιωματικό, που τον ανέβασε στο άλογό του.
 


Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατέφυγε στο Ρίμνικο, όπου συνέταξε την τελευταία διαταγή του στις 8 Ιουνίου 1821, με την οποία στιγμάτισε την προδοσία του πολιτικού και στρατιωτικού του επιτελείου και εξήρε την αυτοθυσία του Ιερού Λόχου:

«Σεις δε σκιαί των γνησίων Ελλήνων και του Ιερού Λόχου, όσοι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχτήτε δι’ εμού τας ευχαριστήσεις των ομογενών σας! Ολίγος καιρός και στήλη θα αναγερθή να διαιωνίση τα ονόματά σας. Με χαρακτήρες φλογερούς είνε εγκεχαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδίας μου, τα ονόματα εκείνων όσοι μέχρι τέλους μ’ έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η ενθύμησίς των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν ποτό της ψυχής μου»
Στο κοιμητήριο του Δραγατσανίου στη Ρουμανία υπάρχει το Μνημείο των Πεσόντων Ιερολοχιτών

Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης, για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα.


Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός)

Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός) 1880-1907

Σαράντος Αγαπηνός του Ανδρέου, ήταν το πραγματικό όνομα του Μακεδονομάχου και ανθυπολοχαγού του Ελληνικού Στρατού που έμεινε στην ιστορία με το πολεμικό ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Καταγόταν από τους Γαργαλιάνους της Πελοποννήσου, γεννήθηκε το 1880 στο Ναύπλιο και μεγάλωσε σε οικογένεια, η οποία είχε προσφέρει στο Έθνος πολλούς αγωνιστές του 1821. Ο Σαράντος Αγαπηνός είχε δυο αδελφούς, τον Αντώνη (Τρίπολη 1877 – Σύρος Ιαν. 1923) και το Νίκο (Ναύπλιο 1890 – Beni Suef Αιγύπτου 1947).

Η μία γιαγιά του ήταν της οικογενείας Παπατζώνη, επίσης οικογένεια ηρώων του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, της οποίας γόνος ήταν και ο σημαντικός ποιητής μας Τ. Π. Παπατζώνης. Ο παππούς του Αντώνιος Αγαπηνός ήταν Έφορος της Επιμελητείας του Αγώνα για την περιοχή των Γαργαλιάνων. Ο αδελφός του παππού του Διονύσιος ή Νιόνιος Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Το όνομά του το βρίσκουμε ακόμη στη μαύρη λίστα της φοβερής αστυνομίας του Τσάρου, διότι μαζί με άλλους Έλληνες Επαναστάτες πατριώτες συνέδραμαν τους περίφημους Δεκεμβριστές τους Ρώσσους Επαναστάτες του Δεκεμβρίου του 1825.

Κατά την διάρκεια της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως ο Νιόνιος Αγαπηνός, επικεφαλής πολεμικού σώματος από 100 Γαργαλιανιώτες, λαμβάνει μέρος μαζί με το Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κων/νο Δεληγιάννη και τον Δημητράκη Πλαπούτα στη πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο, στην θέση των Παλαιών Πατρών, στην Εκστρατεία της Αθήνας και στα Δερβενάκια κατά του Δράμαλη, όπου επέδειξε μεγάλη γενναιότητα και ηρωισμό.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο, ότι τον Οκτώβριο του 1895 ο Τέλλος Αγαπηνός εισάγεται στη Σχολής των Ευελπίδων και φορά με υπερηφάνεια τη στολή του Εύελπη. Στη Σχολή διαπρέπει. Βρίσκεται ανάμεσα στους δύο καλύτερους μαθητές. Μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο φαίνεται η πίστη του στις ακατάλυτες αξίες που τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή.

Το 1901 αποφοιτεί από τη Σχολή Ευελπίδων και τοποθετείται στη φρουρά της Αθήνας, στο 7ο Σύνταγμα. Λίγους μήνες μετά την αποφοίτησή του ζητάει από τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο να μετατεθεί στα σύνορα. Έκπληκτος ο Διάδοχός τον μεταθέτει τον Φεβρουάριο του 1902 στον Τύρναβο, λέγοντάς του ότι πρώτη φορά του ζητά αξιωματικός την χάρη να τον στείλει στα σύνορα. Άλλοι του ζητούσαν να μείνουν στην Αθήνα για να κάνουν βόλτες στα καφενεία της οδού Πατησίων.

Στο συνοριακό φυλάκιο που υπηρέτησε έγινε ήρωας αρκετών επεισοδίων με τους απέναντι Τούρκους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, πήδησε τα σύνορα και μπήκε στο Τούρκικο φυλάκιο προκειμένου να φέρει πίσω ένα όπλο Γκρας που ανήκε στον Ελληνικό Στρατό και το κρατούσαν οι Τούρκοι από τον πόλεμο του 1897. Μετά το επεισόδιο αυτό, έλεγε στους παλαιότερους αξιωματικούς συναδέλφους του για τους Τούρκους : «Απορώ, βρε αδελφέ, πώς τέτοια ζώα σας εκυνήγησαν στον πόλεμο του 1897».
Αντώνης Μίγγας
Τέλλος Άγρας


Στη Μακεδονία πήγε εθελοντικά κατόπιν επανειλημμένων δικών του προσπαθειών, ενώ οι ανώτεροί του δεν του έδιναν άδεια, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αναγκάστηκε να καταφύγει στη μεσολάβηση του φίλου του Μακεδονομάχου Υπολοχαγού Ν. Ρόκκα (καπετάν Κολιός). Τελικά τού έδωσαν την άδεια, διορίζοντάς τον αρχηγό ενός ανταρτικού σώματος, το οποίο προετοίμαζε στο Βόλο ο καπετάν Ακρίτας (Κωνσταντίνος Μαζαράκης). Και μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1906, αυτός αρχηγός με καπετάνιο τον Γεώργιο Τηλιγάδη και δώδεκα ευζώνους Ρουμελιώτες φεύγουν με ιστιοφόρο από το Τσάγεζι (το σημερινό Στόμιο) της Λάρισας για τη Μακεδονία.

Μαζί με το σώμα του Άγρα, το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης αποστέλλει στη λίμνη των Γιαννιτσών δύο ακόμα νεοσυγκροτηθέντα ελληνικά σώματα, τα σώματα του Υπολοχαγού του Πεζικού Σάρρου Κωνσταντίνου (Κάλα) και Ανθυποπλοίαρχου Δεμέστιχα Ιωάννη (Νικηφόρου) με εικοσιπέντε άνδρες ο καθένας. Πρωταρχική αποστολή των σωμάτων ήταν η απομάκρυνση των βουλγαρικών συμμοριών από τη λίμνη, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί με ισχυρές δυνάμεις στο νοτιοδυτικό τμήμα της, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει βάση εξόρμησης και κέντρο ανεφοδιασμού των ελληνικών σωμάτων για τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας.

Ο Βάλτος ήταν μία τεράστια περιοχή 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων νότια των Γιαννιτσών. Λάσπη, πυκνοί καλαμιώνες μαζί με βούρλα και ραγάζι, ψηλό ως δύο μέτρα. Τα φυλλώματα των φυτών ήταν τόσο πυκνά που δεν έβλεπες πέρα από λίγα μέτρα. Κουνούπια, ψάρια, χέλια, αλλά και βατράχια και βδέλλες, το κάθε είδος κατά μυριάδες, αποτελούσαν τον πλούτο του βυθού. Νερόκοτες, αγριόπαπιες, αγριόχηνες και άλλα υδρόβια πουλιά έβρισκαν άσυλο στη λίμνη. Στη δασωμένη ακρολιμνιά λούφαζαν διάφορα αγρίμια, όπως αλεπούδες, κουνάβια, αγριόχοιροι και λύκοι, που κατέβαιναν ως εκεί το χειμώνα. Τις φωνές αυτών των ζώων μιμούντο οι κομιτατζήδες για να συνεννοούνται μεταξύ ξηράς και καλυβών.

Ο βούρκος ανέδιδε αναθυμιάσεις αποπνικτικές. Η ζωή μέσα στη λίμνη ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το καλοκαίρι οι ελώδεις πυρετοί οργίαζαν. Δεν υπήρχε κάτοικος της λίμνης που να μην έχει προσβληθεί. Έτσι κάθε ατσαλένιος οργανισμός μετά από λίγους μήνες έφευγε απ’ το Βάλτο παίρνοντας στα σωθικά του τη θανατηφόρο ελονοσία και τους ρευματισμούς, που γρήγορα τον οδηγούσαν στο θάνατο ή τον κάρφωναν για πολλά χρόνια στο κρεβάτι του πόνου και της φθοράς. Γι’ αυτό κανένας Μακεδονομάχος, λένε, δεν είχε αντέξει να μείνει στη Λίμνη των Γιαννιτσών πάνω από έξι μήνες, εκτός από τον ντόπιο οπλαρχηγό, τον Καπετάν Γκόνο Γιώτα, που άντεξε μέσα εκεί όλα τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.
 
Πλάβα στη Λίμνη των Γιαννιτσών

Την απέραντη αυτή λίμνη εκμεταλλεύονταν ψαράδες από τα γύρω χωριά. Πήγαιναν εκεί να κόψουν το χρήσιμο ραγάζι. Μ’ αυτό γέμιζαν στρώματα και έφτιαχναν σαμάρια για τα ζώα. Μάζευαν βδέλλες που τις πουλούσαν στο εξωτερικό, για ιατρική, τότε, χρήση, και κυνηγούσαν τις αγριόπαπιες και τα άλλα χρήσιμα ζώα της λίμνης. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο χωριό τους αυθημερόν, έφτιαχναν «πατώματα» μέσα στη λίμνη από δέντρα, χοντρές ρίζες από καλάμια που τα συνέδεε μεταξύ τους με δοκούς και έριχναν επάνω χώμα. Αργότερα, πάνω στα πατώματα έβαζαν πασσάλους και πλέκοντας το ραγάζι έφτιαχναν τοίχους και τριγωνική ή κωνική στέγη. Αυτές ήταν οι «καλύβες». Στο μέσον της καλύβας είχαν φτιάξει και εστία που έκαιγε με υδροχαρή φυτά, που έβγαζαν περισσότερο καπνό παρά φωτιά. Στις καλύβες έφταναν εύκολα με τις πλάβες, τις βάρκες δίχως καρίνα που εύκολα αναποδογύριζαν αλλά μπορούσαν να κινούνται και σε ρηχά νερά χρησιμοποιώντας το πλατσί, ένα ειδικό κουπί. Κάποτε υπήρχε και ένα δεύτερο πλατσί που το χρησιμοποιούσε ο πλαβαδόρος για τιμόνια της πλάβας. Έτσι η λίμνη έγινε και καταφύγιο κάθε κακοποιού στοιχείου, όπως ληστών, φυγοδίκων και λιποτακτών.

Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Ίλιντεν, το 1903, καταδιωκόμενοι από τα τουρκικά αποσπάσματα βρήκαν καταφύγιο στη λίμνη. Έτσι ανακάλυψαν και σιγά-σιγά εκτόπισαν τους ψαράδες. Όλος ο γύρω κάμπος καταδυναστευόταν από τους κομιτατζήδες αυτούς, που την ημέρα έβγαιναν και τρομοκρατούσαν τα γύρω χωριά και το βράδυ τρύπωναν στις κρυφές και απόρθητες έως τότε καλύβες τους. Έτσι, σιγά-σιγά αναγκάζονταν οι δυστυχείς αυτοί Έλληνες χωριάτες να δηλώνουν υποταγή στους αδίστακτους κομιτατζήδες, γιατί διαφορετικά αντιμετώπιζαν το δολοφονικό μαχαίρι, τη φωτιά και το δυναμίτη.
 
Ο Τέλλος Άγρας με το σώμα του

Μπροστά στην κατάσταση αυτή το Προξενείο μας στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να δράσει μέσα στη λίμνη, στην ίδια τη φωλιά των Κομιτατζήδων. Ο Άγρας, λοιπόν, ανέλαβε να τους εκδιώξει από το Βάλτο. Προκαλώντας τους να αναμετρηθούν μαζί του, κατάφερε να καταλάβει την περίφημη Καλύβα των Βουλγάρων, γνωστή με το όνομα Κούγκα.

Στις 14 Νοεμβρίου του 1906, ο Τέλλος Άγρας εξορμά για να καταλάβει την κεντρική βουλγαρική καλύβα του Ζερβοχωρίου. Καθώς όμως δεν είχε επαρκή δύναμη για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στις γειτονικές βουλγαρικές καλύβες, βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Στην πεισματώδη σύγκρουση οι απώλειες ήταν τρεις σύντροφοι του Άγρα νεκροί (ο Δημ. Μακρακιώτης από την Δωρίδα, ο Γεώργιος Θεμελής από την Καστοριά καί ο Φώτης Τριζόπουλος από την Κουλακιά) και τρεις τραυματίες μεταξύ των οποίων ο υπαρχηγός του Τυλιγάδης, καθώς και ο ίδιος Άγρας, ο οποίος τραυματίστηκε στον δεξιό ώμο και στο δεξί χέρι.

Το κέντρο του αγώνα κάλεσε τον Άγρα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευτεί από τα τραύματά του. Στη Θεσσαλονίκη παραμένει για λίγες μόνο ημέρες. Το μυαλό του βρίσκεται πίσω στο Βάλτο και τα παλληκάρια του. Χωρίς να έχει αποθεραπευθεί γυρίζει στη λίμνη και συνεχίζει τον αγώνα ως το Φεβρουάριο του 1907. Στις φωτογραφίες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη, βλέπουμε τον Άγρα με τους συντρόφους του στο Βάλτο φορώντας γάντι στο δεξί χέρι γιατί του έλειπε η ονυχοφόρος φάλαγγα από το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού του.
 
Νοσηλεία του Σαράντου Αγαπηνού στο Προξενείο Θεσσαλονίκης (η φωτογραφία είναι από το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα)

Στο Βάλτο η υγεία του έχει βλαφθεί ανεπανόρθωτα. Τον Φεβρουάριο του 1907 το Κέντρο του Αγώνα της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην Νάουσα, απ’ όπου θα συνεχίσει την οργανωτική δουλειά» (Αθαν. Τερζάκης).

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας του δε σταμάτησε να διευθύνει τον αγώνα της περιοχής του, πολλοί αγγελιοφόροι από τα πλησιέστερα χωριά τον επισκέπτονταν, για να λάβουν εντολές και να του υποβάλλουν τις αιτήσεις και τις πληροφορίες που είχαν.

Ο Άγρας ήταν αρχηγός με ακατάβλητη αγωνιστική διάθεση. Παρά τον κλονισμό της υγείας του και παρά τα τραύματά του εξακολουθούσε να παραμένει στο καθήκον, αν και θα μπορούσε να ζητήσει άμεση αποχώρηση στην ελεύθερη Ελλάδα. Η πίστη του για τον αγώνα και η αγάπη του για τη Μακεδονία δεν του επέτρεπαν να προβεί σε τέτοια ενέργεια, την οποία θεωρούσε εγκατάλειψη του αγώνα…
 
Το μνημείο που στήθηκε στο σημείο ταφής του Καπετάν Άγρα στην αυλή της εκκλησίας του χωριού Άγρας στην Έδεσσα στις 18 Οκτωβρίου 1912. Το όνομα «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙ» που αναγράφετε είναι λάθος. Ο λαός νόμιζε πως το «ΤΕΛΛΟΣ» προέρχεται από το όνομα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ενώ το σωστό είναι ΣΑΡΑΝΤΕΛΛΟΣ - από όπου βγαίνει και το «ΤΕΛΛΟΣ».

Στη Νάουσα που παρέμεινε νοσηλευόμενος ο Άγρας διαπίστωσε ότι οι κομιτατζήδες των γύρω χωριών είχαν επιβάλλει έναν οικονομικό αποκλεισμό στην πόλη. Απαγόρευαν στους χωρικούς να πηγαίνουν στο παζάρι της Νάουσας, καθώς και για οικονομικές συναλλαγές, επί ποινή θανάτου. Αυτό το έκανε το Βουλγαρικό κομιτάτο για να μην επηρεάζονται οι χωρικοί από τους Έλληνες προκρίτους από τους οποίους λόγω της δημοσιονομικής και κοινωνικής δομής είχαν κάποια εξάρτηση. Έτσι οι έμποροι και οι βιομήχανοι της Νάουσας υπέφεραν και αναγκάζονταν να βρουν έναν τρόπο διευθέτησης του προβλήματος.

Αυτό το κλίμα επικρατούσε στη Νάουσα και πιο πριν, από την εποχή του προηγούμενου αρχηγού, του καπετάν Ακρίτα. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Ακρίτα, μερικοί πρόκριτοι Ναουσαίοι προσπαθούσαν να τα βρουν με τους κομιτατζήδες. Γι’ αυτό ο Άγρας μιλάει χλευαστικά για τους προκρίτους αυτούς, τους οποίους στην κρυπτογραφική αλληλογραφία του με το Προξενείο αποκαλεί «λεοντόκαρδους».

Ο Άγρας θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν να επιστρέψουν στον Ελληνισμό. Σε ένα πρώτο σημείωμά του προς το κέντρο Θεσσαλονίκης με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1907 αναφέρεται ένας πρώτος υπαινιγμός για μια συνάντηση : «Κατόρθωσα να φέρω ενταύθα κεφαλάς «Βρομερών» (εννοεί Βουλγάρων), οι οποίοι είχαν δύο έτη να έλθωσιν. Πιστεύω αν δεν συμβεί τίποτε το έκτακτον, κάτι θα επιτύχω. Πάντως, έχουν μετανιώσει βλέποντας το άδικο και το μάταιον του αγώνος ον διεξάγουν».

Ακόμη πιο ευδιάκριτος είναι ο υπαινιγμός : «Δεν κοιμούμαι διόλου την νύχτα, καθόσον μόνον την νύχτα έρχονται «Βρομεροί» και ομιλούμε. Τους βλέπω όλους έχοντας όρεξιν ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΣΙΝ… Ίδωμεν».

Εντούτοις, τον Απρίλιο του 1907, το Προξενείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αντικαταστήσει τους αρχηγούς και τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν δοκιμαστεί και εξαντληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανάμεσά τους και ο Άγρας, του οποίου τα τραύματα δεν πάνε καθόλου καλά και η ελονοσία τον έχει καταστήσει πλέον φάντασμα του εαυτού του. Λίγο πριν φύγει από τα αιματοβαμμένα χώματα της αγαπημένης του Μακεδονίας θέλει να κάνει κάτι μεγάλο. Κάτι που αν πετύχει, ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή θα έληγε με νίκη κατά κράτος των ελληνικών δυνάμεων.


Ο Άγρας φθάνοντας στη Μακεδονία, ήλθε σ’ επαφή με τους ανθρώπους που το Ελληνικό Προξενείο είχε επιφορτίσει να βοηθούν τους Μακεδονομάχους σε κάθε περιοχή. Έτσι και στη Νάουσα στην Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα συμμετείχε ένα εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας. Ήταν ο βιομήχανος Ζαφείριος Λόγγος, ο οποίος διατηρούσε μεγάλο εργοστάσιο νηματουργίας στη Νάουσα με την επωνυμία : «Νηματουργία Λόγγου Κύρτση και Τουρπάλη». Στο εργοστάσιό του είχε εργασθεί παλιότερα ο Βάννης Ζλατάν. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Ζλατάν καταγόταν  από τη Γκολέσιανη το σημερινό χωριό Λευκάδια της Νάουσας και είχε πάει σε Ελληνικό σχολείο. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εργοδότη του Ζαφείριο Λόγγο, έβγαιναν μάλιστα μαζί για κυνήγι.

Στη Νάουσα επίσης ο Άγρας γνωρίστηκε με τον Ανώνη Μίγγα, έναν οικογενειάρχη από τον κύκλο των ανθρώπων τού Μακεδονικού Αγώνα. Ο Αντώνης Μίγγας ήταν ράπτης γουνοποιός στο επάγγελμα, και είχε γνωρίσει τον Ζλατάν ως πελάτη.

Ο Βοεβόδας Ζλατάν λοιπόν, αρχηγός των κομιτατζήδων του Βάλτου, κατανικημένος από τον Άγρα, διωγμένος από αρχηγός των Βουλγαροκομητατζήδων, ζητάει από τον Ζαφείριο Λόγγο να τον φέρει σε επαφή με τον Άγρα, καθώς ήθελε, όπως έλεγε, να ενταχθεί στα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Ο Ζαφείριος Λόγγος το αναφέρει στον Άγρα. Καθώς υπήρχαν αρκετές πληροφορίες για την πτώση του ηθικού των βουλγαρικών συμμοριών και τη διάθεση πολλών στελεχών των κομιτάτων να διακόψουν τους δεσμούς τους με αυτά και να προσχωρήσουν στον ελληνικό αγώνα, και εφόσον ο  Άγρας σε λίγες μέρες θα έφευγε για την Αθήνα, θεωρεί το γεγονός μεγάλη ευκαιρία. Αν κατάφερνε να πάρει μαζί του στην Αθήνα τον Ζλατάν, η ελληνική υπόθεση θα κέρδιζε ένα ακόμη στέλεχος με μεγάλη επιρροή στα βουλγαρίζοντα χωριά του κάμπου της Νάουσας.

Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Οι θρυλικοί μάρτυρες του Μακεδονικού Αγώνα Κώττας, καπετάν Γκόνος Γιώτας, καπετάν Νικοτσάρας και πολλοί άλλοι ήσαν μετεστραφέντες κομιτατζήδες, τους οποίους οι Βούλγαροι ονόμαζαν μετά Γραικομάνους.

Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις στη Νάουσα, όπου ερχόντουσαν απεσταλμένοι του Ζλατάν για να συζητήσουν. Οι συζητήσεις γίνονταν κυρίως νύχτα ή Σάββατο, την ημέρα του παζαριού, συνήθως στο σπίτι του Μίγγα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήσαν δύο χωρικοί από το χωριό Μαρίνα, ο Μήτση Πέσιος και ο Γιώργης Γκότσης.

Μετά από αυτές τις επαφές κανονίζεται να γίνει συνάντηση των δύο αρχηγών, την 3ηΙουνίου. Στην συνάντηση παραυρίσκονται ως εγγυητές ο Ζαφείριος Λόγγος, ο Τώνης Μίγγας, καθώς και τέσσερις ακόμη οδηγοί. Όλοι είναι άοπλοι κατά τη συμφωνία. Μόνο ο Άγρας φέρει το ατομικό του περίστροφο. Στο σημείο της συμφωνίας τους περιμένει ο Ζλατάν αλλά και πλήθος από κομιτατζήδες που είναι καλά κρυμμένοι στην γύρω περιοχή. Με το κατάλληλο σύνθημα συλλαμβάνουν τον καπετάν Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους συνοδούς τους. Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμάλωτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων.

Τη νύχτα της 5ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας). Η θυσία του καπετάν Άγρα αντί να φοβίσει, αντίθετα ξεσηκώνει τους Έλληνες. Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκιώργκη Κασάπτσε, που πρωτοστάτησε στη σύλληψη και στο βασανισμό του Άγρα, εξοντώνεται από το σώμα του καπετάν Αμύντα και ο Ζλατάν δέχεται 9 σφαίρες από το Μάνλιχερ και το Γκρά των αδελφών Τόλιου.

Σήμερα, πάνω από εκατό χρόνια μετά, η θυσία του καπετάν Άγρα φαίνεται απίστευτη. Μπορεί να κατανοήσει κανείς τη θυσία του καπετάν Κώττα, του καπετάν Γκόνου Γιώτα, του καπετάν Νικοτσάρα. Αυτοί πολέμησαν για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τους τάφους των προγόνων τους, την οικογένεια τους. Μένουμε όμως εκστατικοί και κλίνουμε ευλαβώς το γόνυ προ της θυσίας του Καπετάν Τέλλου Άγρα. Κι αυτό γιατί ο μικρόσωμος σγουρομάλης και με σπινθηροβόλα μάτια Αξιωματικός, εγκατέλειψε την ήρεμη ζωή της Αθήνας και μαζί της μια λαμπρή επαγγελματική καριέρα, για ένα ιδανικό, την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την επιστροφή στον εθνικό κορμό των παρασυρμένων από την βουλγαρική προπαγάνδα Μακεδόνων.

Η λαϊκή παράδοση κατέγραψε το θάνατο του Τέλλου Άγρα, με πολλά τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σλαβόφωνο μοιρολόι.

Τέλλος Άγρας - Αντώνης Μίγγας.
Νέμας μάικα, ζλάτνο τσέτνο, ντα τα πλάκα;
(Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί,
για να σε κλάψει;)
Νέμας σέστρα, ντα τα ζάλια;
(Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;)
Κάκβα ιζλαζάγια;
(Πώς σε ξεγέλασαν;)
Κάκβα ντονισέα ντα βα ουμπέσατ να ουρέχουτ;
(Πώς σ’ έφεραν εδώ
και σε κρέμασαν στην καρυδιά;)
Ντα βα ντόνσατ να τσούζντι μέστου,
(Να σε φέρουν σε ξένη γη,)
τσούζντι μάικι ντα πλάκατ,
(ξένες μάνες να σε κλάψουν,)
τσούιντι σέστρι ντα βα ρέντατ.
(ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν.)

Σε ανάμνηση του θανάτου των δύο αγωνιστών, το χωριό Τέχοβο μετονομάστηκε αργότερα σε Καρυδιά (το δέντρο απ’ όπου απαγχονίστηκαν), ενώ το χωριό Βλάδοβο, όπου ενταφιάστηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είναι ο σημερινός Άγρας.

Η δράση και ο μαρτυρικός θάνατος του Καπετάν Άγρα ενέπνευσαν στην Πηνελόπη Δέλτα το γνωστό μυθιστόρημά της «Στα μυστικά του Βάλτου».